Νομοσχέδιο για τη ΔΕΗ: Γραμμή ρήξης ή ενσωμάτωσης;

Ως «μητέρα των μαχών» παρουσιάζεται απ' τα αστικά μέσα μαζικής ενημέρωσης η αντιπαράθεση κυβέρνησης - ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το νομοσχέδιο που προβλέπει την απόσπαση απ' τη ΔΕΗ ΑΕ μιας ομάδας σταθμών παραγωγής και την πώλησή τους ως «μικρή ΔΕΗ».

Η κυβέρνηση φορά το μανδύα του προοδευτικού εκσυγχρονισμού που αντιμάχεται τις «συντεχνίες», βαφτίζοντας πρόοδο την πολιτική που θα συνεχίσει να φορτώνει νέα βάρη στη λαϊκή οικογένεια (με νέες αυξήσεις της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος) και να επιδεινώνει τη θέση των εργαζομένων του κλάδου καθώς και των μικρών αγροτών, προς όφελος της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων. Υψώνει τη σημαία του «νόμου και της τάξης», απαιτώντας υποταγή του εργατικού κινήματος στις επιλογές της εκλεγμένης κυβέρνησης, παραίτηση ακόμα και από το δικαίωμα στην απεργία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί την εναντίωση στην πώληση της «μικρής ΔΕΗ» ως προνομιακό ζήτημα για να αυτοπροβληθεί ως εναλλακτική φιλολαϊκή κυβερνητική λύση, να συγκροτήσει το «αντιμνημονιακό μέτωπο» της αντιπολίτευσης και να εμφανίσει ένα μπλοκ 120 βουλευτών που μπορεί να ακυρώσει τα κυβερνητικά σχέδια εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να επισπευσθούν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές.

Σ' αυτή τη συγκυρία έχει ιδιαίτερη σημασία το εργατικό - λαϊκό κίνημα να προσδιορίσει με σαφήνεια τον πραγματικό αντίπαλό του και να αποσαφηνίσει τους στόχους, το περιεχόμενο που μπορεί να διασφαλίσει συνέχεια, διάρκεια και προοπτική στις σημερινές αγωνιστικές πρωτοβουλίες. Να σημαδέψει τους μονοπωλιακούς ομίλους, την άρχουσα τάξη και την ΕΕ που την στηρίζει, να ανατρέψει αυτούς που αποτελούν το πραγματικό εμπόδιο για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, να αποκαλύψει τους ψεύτικους φίλους του λαού.

Ο ανταγωνισμός των μονοπωλίων
Η αλήθεια είναι ότι η σφαγή των λαϊκών - εργατικών δικαιωμάτων και αναγκών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας δεν αποτελεί έναν μελλοντικό κίνδυνο, αλλά μια πραγματικότητα που δρομολογήθηκε με συνεχείς αναδιαρθρώσεις για να προωθηθεί η κατεύθυνση της «απελευθέρωσης» της συγκεκριμένης αγοράς. Η συγκεκριμένη στρατηγική κατεύθυνση δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία της εποχής του μνημονίου και της τρόικας, αλλά δέσμευση για όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ που υλοποιείται εδώ και δυο δεκαετίες σταθερά απ' όλες τις κυβερνήσεις. Στην Ελλάδα προωθήθηκε με αλυσίδα νομοθετικών ρυθμίσεων (με αφετηρία το ν. 2773/99) που οδήγησαν στη μετοχοποίηση της ΔΕΗ ΑΕ και στην πώληση του 49% των μετοχών σε ιδιώτες, στην είσοδο ιδιωτικών ομίλων, στο διαχωρισμό μεταφοράς και διανομής του ηλεκτρικού ρεύματος από τη ΔΕΗ με τη σύσταση του ΑΔΜΗΕ (μεταφορά) και ΔΕΔΔΗΕ (διανομή).

Στην ουσία τα αποφασιστικά βήματα για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ έχουν ήδη γίνει σύμφωνα με τις κοινοτικές κατευθύνσεις.

Πάνω απ' το 45% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος ανήκει πλέον σε άλλους ιδιωτικούς ομίλους που ανταγωνίζονται τη ΔΕΗ (Ομιλοι Μυτηλιναίου, Κοπελούζου, ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, συμμαχικά σχήματα ΕΛΠΕ - Edison, Sorgenia - JP Αβαξ) με επενδύσεις που ξεπερνούν το 1,5 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα στη Γερμανία, τα μερίδια της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μοιράζονται κυρίως σε 4 ομίλους και η ιδιοκτησία του δικτύου μεταφοράς δεν είναι ενιαία.

Οι συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις (προηγούμενες και επόμενες) δεν είναι τυχαίες, στοχεύουν στη διασφάλιση κερδοφόρων όρων για την είσοδο ιδιωτικών ομίλων και την προσέλκυση επενδύσεων στην «απελευθερωμένη αγορά» μέσα από την αποδυνάμωση της δεσπόζουσας, κυρίαρχης θέσης του πρώην κρατικού μονοπωλίου (στη συγκεκριμένη περίπτωση της ΔΕΗ) π.χ. με την αφαίρεση από τον έλεγχο της ΔΕΗ των δικτύων μεταφοράς και διανομής.

Τα επόμενα βήματα για να ολοκληρωθεί η «απελευθέρωση» αφορούν την πώληση του 17% των μετοχών της ΔΕΗ που θα απομείνει, του 66% των μετοχών του ΑΔΜΗΕ (σύμφωνα με το ν. 4237/2014) και την πώληση της «μικρής ΔΕΗ».

Πρόκειται για επιλογές που αφορούν κυρίως τη διανομή μεριδίων και κερδών μεταξύ των ανταγωνιζόμενων ομίλων και ιμπεριαλιστικών κέντρων, μεταξύ των σημερινών και αυριανών μεγαλομετόχων της ΔΕΗ ΑΕ και των αντίστοιχων ανταγωνιστών τους, μέσα στο αντιλαϊκό πλαίσιο της απελευθέρωσης που έχει ήδη επιβληθεί.

Μια ιδιαίτερη πλευρά σ' αυτή τη φάση του ανταγωνισμού των μονοπωλιακών ομίλων αφορά το μελλοντικό έλεγχο λιγνιτικών και μεγάλων υδροηλεκτρικών μονάδων που χρησιμοποιούν φθηνότερες, εγχώριες ενεργειακές πηγές. Οι ανταγωνιστές της ΔΕΗ προτιμούν να αγοράσουν παρά να κατασκευάσουν νέες σχετικές μονάδες, με γνώμονα τη διασφάλιση υψηλότερου ποσοστού κέρδους.

Αντίστοιχα διαπάλη εκδηλώνεται μεταξύ των ομίλων της Ενέργειας και της μεταποίησης για την τιμή του βιομηχανικού ρεύματος.

Θυσίες στο βωμό της «απελευθέρωσης»
Ομως, με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες, δεν υπάρχει κανένα φιλολαϊκό μοντέλο, κανένας φιλολαϊκός τρόπος «απελευθέρωσης». Η ζωή τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ επιβεβαιώνει ότι στο πλαίσιο της «απελευθερωμένης» αγοράς, οι όμιλοι λειτουργούν με γνώμονα το ποσοστό κέρδους τους, ακόμα και αν το κράτος κατέχει το 51% των μετοχών. Τα μονοπώλια αποτελούν τους μεγάλους κερδισμένους της πορείας «απελευθέρωσης», αφού βρήκαν μια κερδοφόρα διέξοδο επένδυσης σε υπερσυσσωρευμένα κεφάλαιά τους.

Απ' την αύξηση της παραγωγικότητας αυτή τη δεκαετία ωφελήθηκαν μόνο οι μεγαλομέτοχοι της ΔΕΗ. Τα λαϊκά νοικοκυριά γνώρισαν απανωτές αυξήσεις που ξεπέρασαν το 100% απ' το 2001. Αυξήθηκαν σημαντικά οι διακοπές στις συνδέσεις των νοικοκυριών και το ποσοστό ενεργειακής φτώχειας. Μειώθηκε το μόνιμο προσωπικό από 36.000 σε 18.500 και οι μισθοί πάνω από 40%, ενώ αυξήθηκε το προσωπικό των υπεργολάβων με μισθούς πείνας και μαύρες ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Μειώθηκε η λιγνιτική παραγωγή στη Δυτική Μακεδονία (με τα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας).

Δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Στα κράτη - μέλη που ολοκλήρωσαν νωρίτερα απ' την Ελλάδα την «απελευθέρωση» οι αυξήσεις της τιμής της οικιακής κατανάλωσης ξεπέρασαν το 70% και απασχόλησαν ως πρόβλημα την ίδια την ΕΕ.

Το αντιπαράδειγμα της μείωσης τιμών σε σύγκριση με τις αρχικές στην «απελευθερωμένη» αγορά κινητής τηλεφωνίας, που αναφέρει η κυβέρνηση, δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Πρόκειται για τομέα με θεαματική αύξηση της παραγωγικότητας, γρήγορη μεταβολή τεχνολογικών δεδομένων και των προσφερόμενων εμπορευμάτων, όπου επιπλέον στη φάση δημιουργίας της σχετικής αγοράς εμποδίστηκε η συμμετοχή του ΟΤΕ.

Γενικότερα, στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δεν μπορεί να κατοχυρωθεί η Ενέργεια ως κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα. Η ιστορική πείρα και η σημερινή εμπειρία επιβεβαιώνει τη μαρξιστική θέση ότι το αστικό κράτος και οι επιχειρήσεις του δεν υπηρετούν το συμφέρον της κοινωνίας, το δημόσιο συμφέρον, αλλά τους στρατηγικούς στόχους του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αυτό συνέβαινε και όταν το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ πουλούσε σκανδαλωδώς φθηνά το ρεύμα στο μονοπώλιο της ΠΕΣΙΝΕ και σήμερα που η μετοχοποιημένη ΔΕΗ και η κυβέρνηση έχουν αποφασίσει αύξηση της τιμής του ρεύματος στα φτωχά νοικοκυριά (με κατανάλωση μέχρι 800KWH.)

Το σημερινό αστικό κράτος δεν αποτελεί τον αντίποδα των «δυνάμεων της αγοράς», όπως προσπαθεί να μας πείσει το οπορτουνιστικό ρεύμα, αλλά το φύλακα - άγγελό τους. Γι' αυτό και επιδοτεί πολύπλευρα και πλουσιοπάροχα τους ιδιωτικούς ομίλους του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας με άμεσες επιδοτήσεις που ξεπερνούν το 1 δισ. την τελευταία τριετία μόνο για τις μονάδες φυσικού αερίου και με έμμεσους φόρους όπως τα «πράσινα τέλη» για τις ΑΠΕ που πολλαπλασιάστηκαν.

Με τη σημαία των λαϊκών αναγκών
Οι ηγεσίες της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνυπεύθυνες για όλη την πορεία που οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Εγκλώβισαν το κίνημα στην επιλογή του δήθεν «μικρότερου κακού», στην αναζήτηση ανύπαρκτων «ρεαλιστικών» φιλολαϊκών λύσεων στο πλαίσιο των κοινοτικών κατευθύνσεων της απελευθερωμένης αγοράς. Στην αρχή πρόβαλαν το στόχο σωτηρίας της κρατικής ΔΕΗ και στη συνέχεια της διατήρησης του 51% των μετοχών στο κράτος, συσκοτίζοντας τον πραγματικό αντίπαλο και οδηγώντας το κίνημα από ήττα σε ήττα.

Σήμερα, η ηγεσία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ καλεί το λαό να στοιχηθεί πίσω απ' τη διοίκηση της Επιχείρησης, στον ανταγωνισμό της με τους άλλους ομίλους, σχετικά με τη σύνθεση των μονάδων και των πελατών που θα αφαιρεθούν και θα παραχωρηθούν στη «μικρή ΔΕΗ», δηλαδή σχετικά με τον ανταγωνισμό που αφορά τα κέρδη και τα μερίδια αγοράς μεταξύ των μονοπωλίων.

Υποκλίνεται, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, στις κοινοτικές δεσμεύσεις για ελεύθερη ανεμπόδιστη κίνηση του κεφαλαίου και των εργαζομένων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας όλων των κρατών - μελών της ΕΕ. Υποκλίνεται στη δράση των ιδιωτικών ομίλων, προβάλλοντας ως φιλολαϊκή λύση την παραμονή της ΔΕΗ υπό κρατικό έλεγχο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ συσκοτίζει τον πραγματικό αντίπαλο, την άρχουσα τάξη και μετατρέπει στην πράξη το κίνημα σε υπηρέτη κυβερνητικής εναλλαγής, εντός των τειχών του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Καλεί στην ουσία σε μια εικονική μάχη οπισθοφυλακών για τη διατήρηση της σημερινής κατάστασης, που συνοδεύεται με ανέξοδες διακηρύξεις για κατοχύρωση της Ενέργειας ως κοινωνικού αγαθού στον καπιταλισμό.

Απομονώνει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, το συγκεκριμένο τρόπο που θα ολοκληρωθεί το αντιλαϊκό έργο της «απελευθέρωσης» από τη στρατηγική κατεύθυνση πλήρους εμπορευματοποίησης της Ενέργειας, σε βάρος του συνόλου των λαϊκών αναγκών.

Αντίθετα το ΚΚΕ αναδεικνύει την πάλη ενάντια στη στρατηγική της «απελευθέρωσης» ως έναν απ' τους κρίκους για την ενιαία δράση του εργατικού κινήματος, και όχι μόνο των εργαζόμενων της ΔΕΗ, σε αντιμονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Ως κρίκο κοινής αγωνιστικής δράσης με τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρούς αγρότες που δέχονται απανωτά πλήγματα από την υλοποίηση αυτής της πολιτικής (π.χ. επιβάρυνση όχι μόνο για το ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά και για την άρδευση). Γι' αυτό το ΚΚΕ προβάλλει αγωνιστικά και ενιαία το πλαίσιο πάλης ενάντια στην κοινοτική στρατηγική της απελευθέρωσης, δεν περιορίζει τον αγώνα μόνο στο ζήτημα της απόσυρσης του συγκεκριμένου αντιλαϊκού νομοσχεδίου. Το συγκεκριμένο ριζοσπαστικό πλαίσιο δεν τεμαχίζεται, ούτε παζαρεύεται, γιατί εκφράζει τις σύγχρονες εργατικές - λαϊκές ανάγκες, αποτελεί εφαλτήριο για να προβληθεί αγωνιστικά ο μόνος δρόμος ανάπτυξης που μπορεί να διασφαλίσει την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, ο δρόμος της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, της αποδέσμευσης από την ΕΕ με το λαό στην εξουσία. Μόνο τότε ο ενιαίος αποκλειστικά κρατικός φορέας Ενέργειας της εργατικής τάξης θα μπορεί να σχεδιάζει και να παράγει με γνώμονα τη λαϊκή ευημερία.

Γι' αυτό και το ΚΚΕ καλεί το εργατικό - λαϊκό κίνημα να αξιοποιήσει κάθε μορφή πάλης για την πλήρη κατάργηση όλων των νόμων εφαρμογής του κοινοτικού πλαισίου απελευθέρωσης, σε σύγκρουση με την ΕΕ και τα μονοπώλια, την άρχουσα τάξη. Κάτω απ' αυτή τη σημαία της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών, ο συνεπής ταξικός πόλος του εργατικού κινήματος, οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ δίνουν τη μάχη για την περιφρούρηση της απεργίας και την κλιμάκωση του αγώνα που πρέπει να αγκαλιάσει όλους τους κλάδους και χώρους δουλειάς.

Με αποφασιστική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, το οπορτουνιστικό ρεύμα και τη γραμμή ενσωμάτωσης, για να βάλει ο λαός τη σφραγίδα του στις εξελίξεις.

Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής και του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ